Griechisch | Deutsch |
---|---|
Είμαι ήδη περίεργος για την ψηφοφορία του διπλωμάτη και Profi, κ. Fatuzzo, καθώς και γι' αυτό που πρόκειται να δηλώσει επ' αυτού. | Ich bin schon neugierig auf den doyen und Profi unserer Stimmerklärungen, Herrn Fatuzzo, und auf das, was er dazu sagen wird. Übersetzung bestätigt |
Θα ήθελα όμως να προσθέσω ότι είμαι πολύ περίεργος να δω τι μορφή θα έχει η έκθεση αυτή του χρόνου, διότι τη στιγμή ακριβώς αυτή η κοινή εξωτερική πολιτική και η πολιτική ασφάλειας αρχίζουν να λαμβάνουν σάρκα και οστά και αντιμετωπίζουν τεράστιες νέες προκλήσεις. | Allerdings muss ich hinzufügen, dass ich sehr neugierig bin, wie der Bericht wohl im nächsten Jahr aussehen wird, denn gerade jetzt, da die gemeinsame Außenund Sicherheitspolitik konkretere Gestalt anzunehmen beginnt, wird sie mit erheblichen neuen Herausforderungen konfrontiert. Übersetzung bestätigt |
Είμαι περίεργος να ακούσω την απάντησή σας. | Ich wäre neugierig auf Ihre Antwort. Übersetzung bestätigt |
Ορισμένα σημεία στο πρόγραμμα πρέπει να αξιολογηθούν και είμαι εξαιρετικά περίεργος όσον αφορά τις τεχνολογίες που υπάρχουν και αν οι εφαρμογές ΤΠΕ μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά. | Einige Punkte in dem Programm müssen noch bewertet werden, und ich bin sehr neugierig auf die bestehenden Technologien sowie darauf, ob die IKT-Anwendungen tatsächlich genutzt werden können. Übersetzung bestätigt |
Είμαι περίεργος ως προς αν οι σλοβένοι πολίτες, καθώς και εκείνοι που ζουν σε μικρότερα κράτη μέλη, θα λάμβαναν τώρα την κατάλληλη βοήθεια, εάν απευθύνονταν σε γαλλικά προξενεία εκείνων των περιοχών. | Ich bin neugierig, ob die slowenischen Bürger wie auch die Bürger, die in den kleineren Mitgliedstaaten leben, nun eine geeignete Unterstützung erhalten würden, wenn sie sich an die französischen Konsulate in diesen Ländern wenden würden. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
περίεργος -η -ο [períerγos] : 1. για οτιδήποτε προκαλεί έντονη απορία, είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστο ή απρόσμενο και γι΄ αυτό δύσκολα εξηγείται, ερμηνεύεται, αιτιολογείται κτλ.· (πρβ. παράδοξος, παράξενος, αλλόκοτος, ανεξήγητος): Περίεργο γεγονός. Περίεργη συμπεριφορά / αδιαφορία. Περίεργο ύφος. Περίεργη απόφαση. Περίεργα συναισθήματα. Περίεργες σκέψεις. Περίεργο όνειρο. Περίεργες εικόνες / μορφές. Περίεργα σύμβολα. Περίεργοι θόρυβοι. Περίεργη μυρωδιά. Περίεργες φωνές. Tι το περίεργο βλέπεις; Περίεργο (είναι) που δεν ήρθε ακόμα· αυτός ποτέ δεν άργησε. Tο περίεργο είναι ότι συμφώνησε κι αυτός που πάντοτε διαφωνούσε. || (ως ουσ.) το περίεργο: Όλα τα περίεργα σ΄ εμένα συμβαίνουν. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.